Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Για το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού ΙΙΙ




 

Αγαπητοί φίλοι και φίλες. Κάποτε είχα την τύχη, ή την ευλογία καλύτερα να πω, ν’ ακούσω πολλά παραμύθια, κυρίως από τον πατέρα μου. Εκείνα που’ λεγε, ανεξάντλητα κάθε βραδυά, γυρίζοντας από τα μακρινά του, ως ναυτικός που ήτανε, ταξίδια. Παραμύθια, αυτοσχέδια σχεδόν, αυτοδημιούργητα όλα. Από μια ψυχή βασανισμένη και λεπτή. Από μια φύση, σίγουρα ιδιαίτερη. Αργότερα είχα τη χαρά να προσπαθήσω κάτι από κείνα τα παραμύθια να πω στην κόρη μου. Να μπω στην ατμόσφαιρά τους. Στα μονοπάτια τους να πορευτώ. Την αύρα τους, κάτι λίγο από αυτήν έστω, από άλλο τώρα ρόλο να μεταφέρω σε κείνη. Να νιώσω τη δύναμή τους, τη μαγική τη μέθη τους, το σεβασμό και την αγάπη τους για τη ζωή. Από τη γνώση και από τη γεύση τους για από την πίστη τους, να ξαναποτιστώ, πάλι.

Ναι λοιπόν, ναι, σας το ομολογώ. Ένταση, χαρά, κάτι σε λύτρωση, όμοια παρηγορητική πως ένιωσα, λαμβάνοντας τούτο, το έναντι δώρου φιλίας και επικοινωνίας προς επιβίωση, βιβλίο  της  Όλγας. «Το παραμύθι της Ιτιάς και του ποταμού». Μαγεύτηκα ξανά, το διάβασα και το ξαναδιάβασα, το διάβασα στην κόρη μου και στα παιδιά του σχολείου. Το πήρα στο προσκεφάλι μου. Γνώσεις πολλές, ούτε σπουδές εγκύκλιες έχω πάνω στο θέμα. Και να με συγχωράτε.

Μα και τούτο το παραμύθι είναι καμωμένο απ’ αλήθεια. Είναι ζυμωμένο με τα υλικά της καρδιάς, που είναι και του ονείρου. Αλλιώτικα πώς θα διαιωνιστεί η αγάπη.

Αγαπητοί φίλες και φίλοι. Ο σύγχρονος άνθρωπος αποξενώθηκε από το περιβάλλον του. Ξεχάστηκε και τυφλωμένος εισήλθε  -για ν’ αποκλειστεί-  μες  στα σαλόνια μιας «ευημερίας θανάσιμης». «Ίσως και να’ ρθε ο καιρός που ανακαλύψαμε πως λίγο ακόμα και δεν θα έχουμε το δικό μας πρόσωπο σαν τόπος, σαν λαός και σαν πολιτιστική παράδοση τόσων αιώνων. Τα πουλήσαμε κι εξακολουθούμε να τα πουλάμε και σήμερα στους μεταπράτες του κόσμου. Κι όμως, ολόγυρά μας υπάρχουν ακόμα τα συγκλονιστικά ζωντανά τους σημάδια. Θησαυροί που πάνε να ξεχαστούν. Να χαθούνε για πάντα». Σε μια τέτοια παράδοση, στη σοφία και την αγνότητα μιας λογοτεχνίας απόλυτα στιβαρής, μιας λογοτεχνίας που θα’ πρεπε, αν μη τι άλλο, ως κάτι σπάνιο και ακριβό να διδάσκεται στα σχολεία, βαδίζει η Όλγα. Κι έτσι μπορεί να συνεχίζει. Το ταξίδι της. «Ένα ταξίδι προς τον Άλλο, τον αγαπημένο ή ένα ταξίδι προς την Ενδοχώρα» που ως ποιήτρια η ίδια, ακόμα περισσότερο μπορεί να καταλαβαίνει. Γιατί, τι πάει να πει λαβύρινθος ξέρει. Κι έτσι ξεκινά.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ποταμός. Μονάχος κυλούσε μες σε χαράδρες και σε κάμπους μες σε βουνά άσκια άβατα βουνά».

Φτάνει, δεν ήθελε πολύ το παραμύθι να με κερδίσει. Να μου προσφέρει το νήμα της ιστορίας του. Τον ένα ήρωά του. «Που ολημερίς γυρνούσε και ολονυχτίς τα δάση και τις ρεματιές / και σύνορα δε γνώριζε κι ούτε και τα φοβόταν / και που να τον φτάσεις δε μπορούσες / και μόνο από μακριά τον κοίταζες / από μακριά μονάχα του μιλούσες».

«Μονάχο ποτάμι και τρελό
Τρελό από τη μοναξιά του».

Ποίηση και παραμύθι, παραμύθι και ποίηση ήδη, από την αρχή, ένα.

Ποτάμι σύμβολο, πρόσωπο, θα’ λεγα εγώ, άνδρας. Σε πορεία χαρακτηριστικά μοναχική. Μ’ άλλα λόγια σε δοκιμασία ζωής. Δοσμένο ξαναλέω τόσο ποιητικά από μιας αρχής, στην αφετηρία του την αφηγηματική, όσο και στην προσπάθεια, της εξόχως ποιητικά συνέχειάς του. Με τις ιτιές, που ρίζωσαν στις όχθες. Τις γλυκές ιτιές, τις ανταριασμένες, τις αμίλητες, που κάποτε μονάχα με τον άνεμο μιλούσαν. Άνεμο βιαστικό μα σπλαχνικό, άνεμο μεσ’ απ’ τα ουράνια. Ήδη έχω την εντύπωση ότι σ’ ένα πρώτο επίπεδο -ας το πω- σιγά σιγά κατανέμονται οι ρόλοι. Σχηματίζεται ένας περίγυρος. Μες στον οποίο η μικρή Ιτιά, η ιτιά νεράιδα, προβάλλει. «Την είδε ο ποταμός και την εθέλησε».

«Σ’ αγαπώ της είπε», και τότε για ένα ταξίδι της μίλησε που θα’ καμαν οι δυο τους. Ταξίδι-παραμύθι. Παραμύθι, που μέσα του (γιατί κι οι δυο τους αγαπιόντουσαν) θα ταξίδευαν.

Με μαστοριά και τόλμη, με ζωντάνια και χάρη παραστατικά απαράμιλλη, πλάθει η Όλγα την Ιστορία της, στήνει σοφά, θα έλεγε κανείς, την αλληγορική της σημασία. Μετασχηματίζει μ’ επιτυχία τις διάφορες καταστάσεις σε μυθικά και ανθρωπολογικά αρχέτυπα κάνοντας, όχι τυχαία, το παραμύθι ολόκληρο ν’ ακούγεται, σαν νανούρισμα κάποιες φορές, μα, και σαν προσευχή. Κάνοντας εντός μου, άμα της αναγνώσεως, να εντυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο, το τοπίο της αγάπης -της αγάπης τους. Που όμως, μακριά από εμπόδια που φάνταζαν ανυπέρβλητα, δεν έμεινε για πολύ.

Καθώς το πρώτο τους φθινόπωρο έφτασε, κι έπειτα τα’ άλιωτα τα χιόνια του χειμώνα.

Και το άλγος Άνοιξης
δρεπανηφόρου - δεν έλλειψε.

Και άντεχε η Ιτιά. Μικρό κορίτσι, γυναίκα γίγαντας, η Ιτιά. Και άντεχε. Όχι γιατί με παθητικότητα αντιμετώπιζε ό,τι της συνέβαινε, μα γιατί κάτι άλλο, κάτι θεϊκό μέσα της ριζωμένο, βαθιά την κρατούσε. Κι ας την τρύπαγε μια θλίψη ως την καρδιά.

Ακόμα και τότε που ο κορμός της ρίγησε από μέσα, όπως ριγά η ψυχή όταν πονά πολύ. Ακόμα έτσι, θέλω να πιστεύω, και τότε. Που ήταν εξαντλημένη η Ιτιά και απελπισμένη κι ανυπεράσπιστη. Πίστευε, συνέχισε να πιστεύει, να εμμένει… με ηρεμία στωική. Αφού «ελπίδα και υπομονή είναι σχεδόν το ίδιο». «Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί», λέει, προειδοποιώντας μας ο ποιητής. Και λίγο πιο κάτω «Αγάπη μείνε στην καρδιά αυτός κι αν είναι ο κανών του τραγουδιού σου».

Κι ας φεύγει, μη αντέχοντας ή θέλοντας ή αναζητώντας άλλο τι -ποιος ξέρει, ποιος θα μας το πει- ο ποταμός.  Και ας χάνεται στη μοναχική του πορεία. Κι ας ενεργεί ως πρόσωπο τραγικό, όχι τόσο όσο η Ιτιά ίσως έτοιμο σ’ αυτή της Ζωής τους τη στιγμή για την εθελοθυσία.

Ή πάλι να φοβάται; Να φοβάται… λέτε

«αφού το ξέρει
ότι τα πιο σπάνια αισθήματα
βγαίνουν από εκεί
που δεν επιχειρείται
πραγμάτωση».

Όπως και να’ ναι είμαι ο τελευταίος που θα’ θελε, ντε και καλά, να δώσει ερμηνεία. Όλα δεν εξηγούνται. Και καλύτερα!

«Στα σκοτεινά
οδεύουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε, οι
ήρωες προχωρούν
στα σκοτεινά» λέει ο Σεφέρης.

Εδώ λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο έσχατο όριο, ο άνεμος έρχεται να τη συνδράμει την ιτιά, σηματοδοτώντας παράλληλα, τόσο φυσικά και την εξέλιξη του παραμυθιού μας, μέσα από άλλο μοναδικό δρόμο - λύση αυτή τη φορά. Μα ακόμα γίνεται κι αυτό. Κάποιοι να θυμούνται αλλιώς την ιστορία. Και στον κόσμο τούτο «τον παραμυθένιο» όλα επιτρέπονται. Οι ρόλοι επανακατανέμονται, μέσα από τις ατραπούς της τραγικότητας καμιά φορά επέρχεται η σωτηρία. Περνούν οι ήρωες μας πόλεις κι χωριά βουνά και κάμπους και μονοπάτια άβατα ώσπου το δρόμο προς τα πίσω να ξανάβρουν.

Μήνες την κουβάλησε ο άνεμος μες στην αγκάλη
μες στα άλιωτα τα χιόνια του χειμώνα μήνες
κι ούτε κουράστηκε να τη βαστά μονάχα προσευχόταν
βήμα το βήμα προχωρούσε
βήμα το βήμα προσευχόταν
γιατί την αγάπησε και κείνος την ιτιά
με μιαν αγάπη πραγματική.

Κι άρχισε εκείνη αηδόνια να ακούει ξανά
της νύχτας τα τριζόνια
ανεμώνες να βλέπει του χειμώνα και πασχαλιές
 της άνοιξης και κείνα τα φύλλα της σκουριάς
μες στο φθινόπωρο.

Δεν ψευτοπαρηγοριέται εδώ η Όλγα κι ας μας παραμυθεί. Με τον Άνεμο, τον καλό της Άνεμο -της καλοσύνης τον Άνεμο- τον από μηχανής θεό της.

Τον Άνεμο, που είναι αυτάρκης και πλήρης. Τον Άνεμο, ως ακούραστη θέληση ζωής, τον Άνεμο που όλα να τα περιβάλει και να τα αγκαλιάζει και να τα ζωοποιεί μπορεί. Γιατί η πνοή είναι τούτη του κόσμου.

Γιατί, ακόμα και γιατί έτσι τον θέλει η Όλγα, αδιάκοπα γαληνεμένο να πνέει την αγάπη.

Ο Άνεμος, που χωρίς τη φωτιά του τα στήθη μας είναι νεκρά. Ο Άνεμος που όπου γυρίσεις να δεις, αναγνωρίσιμη είναι η μορφή του. Ο Άνεμος ο Ευώδης. Ο ιερός. Ο άπιαστος. Ο ασύλληπτος.

Ο άνεμος μεσ’ στα μαλλιά της.

Ο άνεμος μιας θάλασσας.

Ο Άνεμος, γιατί εκεί μέσα του καθημερινά εμβαπτίζεται του θαύματος γύρω μας η δωρεά. Ο Άνεμος ο τροφοδότης, ο άνεμος ο ταξιδευτής, ο γλεντοκόπος, ο αναχωρητής, ο εξομολόγος, ο ασκητής, ο μύστης -ο φρουρός- ο φύλακας Άγγελος. Ο πανεπόπτης αυτός, που για χάρη της γίνεται αγέρι απαλό για να φέρει το καλοκαίρι. Και το φέρνει και στο παραμύθι μας «ξανά». Όπως, ξανά ακούγεται η φωνή του ποιητή.

«Με την αγάπη μας θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ τ’ αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα
των αγγέλων η απελπισία».

«Τότε ήταν που έφτασαν στον τόπο
όπου στα πράσινα νερά του ποταμού της βυθίστηκε…
άνευ όρων και ορίων
ως αγάπη αληθινή που ήταν
και παρέμενε».
Και που ριζώνει. Για να υψωθεί και να λάμψει, να ξεχειλίσει, να φωτοχυθεί.

Σ’ αυτό, το σημείο, νομίζω, ότι το λεγόμενο «κεφαλαιώδες ζητούμενο γα την τέχνη» συντελείται. «Η σχέση του ανθρώπου με το χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του». Αν, από τους πιο πάνω εξαίρετους στίχους, αφαιρέσεις μια λέξη, τη λέξη «αγάπη», τότε η παράδοση «η άνευ όρων και ορίων» θα μπορούσε να έχει παρεξηγηθεί. Καθώς περισσότερο σε υποταγή της ηρωίδας θα μας παρέπεμπε. Όμως, είναι φανερό. Άλλο συμβαίνει. Μύηση να τ’ ονομάσει κανείς, ανάσταση; Δικαίωση; Τι; Ή μόνο για ένωση να μιλήσει πρέπει κανένας. Για ένωση εξακολουθητικά μοναδική. Για ένωση, που από μέσα φωτίζει και σκεπάζει. Για την ένωση ως βλάστημα θείον.

Για την ένωση εκείνη που επιτέλους με πράξη εδραιώνεται, ομόδοξη δια παντός. Έτσι για να μπορεί αναντίλεκτα να φτάσει στην υπέρβαση της η Ζωή. Κι ακόμα μακρύτερα στη μετάβασή της, γιατί όχι, από τον καθημερινό βίο στο μεταφυσικό και στον αόρατο. Μου δίνεται η εντύπωση -με επιφύλαξη θα το πω- ότι η κοσμοθεωρία της Όλγας μού αποκαλύπτεται. Δε φλερτάρει μ’ έναν κόσμο άλλονε εδώ η αγάπη. Είναι από μόνη της ένας κόσμος άλλος. Αληθινός και μάλιστα ακατανίκητος από τη φθορά. Όπου ο θάνατος καταργείται. Και μαζί του κάθε χωρισμός. Κι όλα αυτά τα πετυχαίνει τόσο απλά η Όλγα. Δίχως να παραφορτώνει τους ήρωες της, χωρίς να τους παραστολίζει συναισθηματικά, καταφέρνει απολύτως απέριττα να μας υποβάλει τις μορφές τους. Ανιχνεύοντάς τες βαθιά κι ας παίζεται κι ας ξαναπαίζεται επί αιώνες το δράμα.

Η πνευματική της άλλωστε κατάσταση το επιτρέπει. Η γυναικεία φύση πάλλουσα ξανά να καθρεφτίζεται στον ποταμό της. Που σιωπηλός κι από το χρόνο θλιμμένος της δινόταν. Νιώθοντας κι εκείνος, ήρεμος πια, μακριά απ’ αλλότρια βάρη, «πως αν αγαπάς είναι για πάντα». Με τούτα τα λόγια, θα’ λεγα συμπερασματικά, ότι ρίχνει τελειωτικά φως στη ματαίωση η Όλγα, ξαναδίνει προσανατολισμό στην ελπίδα, ξεπερνάει το φόβο για το άγνωστο, υψώνει αναχώματα στο χαμό. Κι αυτό, αντιλαμβάνεστε, μόνο αμελητέο δεν είναι.

Οποία πληρότης. Τι μυστικό έρωτος νικηφόρου που αποκαλύφθηκε,. Μια νέα αφετηρία; Ένα βήμα, όχι ένα βήμα, μια Ζωή να πω, πιο κοντά στην πραγμάτωση, της δικής τους εννοώ, όπως και από δω τουλάχιστον και πέρα πια, οι ίδιοι θα την αντιλαμβάνονται, ελευθερίας.

Γιατί τελικά μάλλον έτσι ανοίγουν οι ουρανοί, έτσι ο κόσμος αλλάζει. Έτσι η πλάση, κοινωνεί την αγάπη.

Γιατί, αν κάτι μένει, και η Όλγα δείχνει να πιστεύει ακράδαντα σ’ αυτό, είναι Εκείνη. Γιατί ένωση και ενίοτε ενόραση και πάθος σε νόημα δραματικά πανανθρώπινο, είναι η αγάπη. Και όχι κάτι το αφηρημένο, μια εντύπωση επιφανειακή, κάτι που μόνο σε άκριτες μπορεί να στηριχτεί  συναισθηματικές παρορμήσεις.

Βεβαίως, ιδιαίτερη μνεία αξίζει η φροντισμένη σε κάθε λεπτομέρειά της έκδοση του «Ιδαλγού», καθώς επίσης και η παράλληλη με τα κείμενα εύθετη εικονογράφηση.

Τελειώνοντας, ήθελα να σας το πω. Η αδυναμία μου να προσεγγίσω όσο ένιωθα αρχικά ότι μπορώ τούτο το παραμύθι, μάλλον μεγάλωσε. Όπως μεγάλωσε γι’ αυτό κι ο θαυμασμός μου.

Βεβαίως και θέλω -από καρδιάς- να σας ευχαριστήσω όλους που με ακούσατε. Να ξέρετε σας μίλησα τρέμοντας σχεδόν από του εγχειρήματος το βάρος. Με τη φωνή μου να νιώθω ότι θα κοπεί.

Ευχαριστώ την Όλγα ιδιαίτερα, για την εμπειρία που μου πρόσφερε, την τιμή που μου έκανε, να είμαι απόψε μαζί σας.

Της είμαι ευγνώμων για το παραμύθι-ποίημα-ύμνο στην αγάπη που μας χάρισε. Της είμαι ευγνώμων διπλά, για τούτη τη γνωριμία. Σας ευχαριστώ.
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΗΣ

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ενίοτε ο ποταμός έρχεται ως βροχή

 

"Το πλεούμενο φως"

Και κει που όλοι συναγμένοι και έτοιμοι σχεδόν, εκεί που οι πρώτες νότες ζεσταίνονταν, προτού ξεχυθούν στον τόπο, τον κάτω από τη γη, όπως ο μικρός Γ. είπε, ο δίχως μάτια, με τα μάτια της ψυχής του μονάχα, εκεί, τότε δηλαδή, ο ποταμός ενέσκηψε ως βροχή δυνατή, ως βοή είπε ο πατέρας, απάνω στο αίθριο πλάκωσε, για να πει πως μόλις έφτασε και πως έχει σκοπό να παραμείνει. Ήρθε ο ποταμός, είπα δίχως να το σκεφτώ, ήρθε ο ποταμός, είπαν και οι συναγμένοι, άνθρωποι ζεστοί που με συντρόφεψαν και τα μάτια τους έστρεψαν στον ουρανό-ποταμό που εντός εισέβαλε.

Ήρθε με τη βοή, με την αντάρα, με το λεπτό του χάδι, με λόγια ή με ψίθυρους, όχι ως ποταμός, παρά βροχή μονάχα, ως εκείνη η ξεχασμένη πλέον του Δία προς τη Δανάη, ήρθε ως βροχή, μα βροχή ο ποταμός, προτού ποτάμι γίνει, κι όταν ο Γιώργος  γι' αυτόν μιλούσε, τα λόγια του έσβηναν απ' την αντάρα που εκείνος από ψηλά σήκωνε, έφευγε μα ερχόταν, τη μια δυνάμωνε, την άλλη κόπαζε, απεγνωσμένα ή και παραδαρμένα, ως ο Οδυσσέας χτυπιόταν πάνω στους βράχους των Φαιάκων, για να ησυχάσει έπειτα εντελώς και να σωπάσει προσώρας, μα τι ήταν αυτό, σαν άρχισε το ίδιο το παραμύθι, ως για ν' ακούσει τη φωνή που δεν ήταν δική μας, παρά τη δανείστηκε μια ιτιά για να μιλήσει. "Σωπασε, για ν' ακούσει την ιτιά" ψιθύρισε η ομήγυρις και οφείλει κανείς να σέβεται την ψυχή των ανθρώπων.

Και έπειτα πάλι σαν όλοι χαθήκαν και  τα φώτα έσβησαν, στο άδειο αίθριο γύρισε ξανά, δυνατός όπως και πριν και με το ίδιο παράπονο, για να πει πως είναι ακόμα εκεί, με τον τρόπο της βροχής, που όλοι μα όλοι είδαν εντός της εκείνον. Κόσμος ερχόταν, κόσμος έφευγε, μα τι ήταν αυτό σήμερα, μου λέγαν, ήρθε ο ποταμός, σα να το σκηνοθετήσατε. Στάθηκα και τον άκουσα ξανά, μες στη σιωπή, προτού την πόρτα πίσω μου κλείσω και τον αφήσω μες στη σιωπή να χτυπιέται ξανά και από ψηλά.

Αν η βραδιά στην Κοζάνη είχε κάτι από βαθιά συγκίνηση και μια χαμηλόφωνη σιωπή που άπλωνε και γέμιζε το χαμηλοτάβανο αρχοντικό που μας φώλιασε, αν είχε μια ζέστη μέσα από τα μάτια των άγνωστων εκείνων που μας συντρόφεψαν και μας ασπάστηκαν στο τέλος, στην Πτολεμαϊδα νιώθω τη βραδιά ως δώρο Θεού, που μας χαρίστηκε ως μια επιπλέον παραμυθία πλην του ίδιου του παραμυθιού.

Η ιτιά λοιπόν άνοιξε τα κλαδιά της και δεν πέταξε, σκέπασε όμως, όλους όσοι σε αυτήν κατέφυγαν, ως αγάπη ανθισμένη, που κάτω από τον ίσκιό της απαγκιάζουν όλοι οι κατατρεγμένοι. Και ο ποταμός έγινε εκείνο το πλεούμενο φως, για το οποίο μίλησε ο Τσέλαν, το ζωογόνο, για όσους έχουν τη χάρη να τους διασχίζει. Διασώζουν την ελπίδα και διαιωνίζουν την αγάπη. Προς όλους. Ανεξαιρέτως. Και όχι μονάχα ο ένας προς τον άλλον. Μια τέτοια αγάπη ξεχειλίζει ή ανθίζει, διαμελίζεται και  τη μεταλαβαίνουν όλοι. Τα άλλα όλα είναι βαθύτατος εγωισμός.

Η ζωή όμως συνεχίζεται. Και μετά από τρία βράδια ακριβώς θα μας οδηγήσει στον ποταμό Amendolea, δηλαδή Αμυγδαλέα, στον ποταμό εκείνο που έχει το όνομα ενός δέντρου και μάλιστα grico, ενώ πίσω μας θα έχουμε αφήσει την αμυγδαλιά-παραμυθία, την ανθισμένη, για την οποία μίλησε η Ειρήνη, αλλά και την άλλη την ανθισμένη, που ζωγράφισε και μας χάρισε πέρσι ο Γιώργος. Διασχίζοντας την Αδριατική ενδέχεται και να ανταμώσουμε με τον άλλο ποταμό, τον λεγόμενο Αλφειό, που δε δίστασε, άνθρωπος πριν, τη φύση του ν' αλλάξει, προκειμένου να σμίξει με την αγαπημένη Αρέθουσα, εκεί κοντά στις Συρακούσες.
Το είπαμε, η ιστορία συνεχίζεται.

[Η φωτογραφία από το βράδυ της Κυριακής -της ιτιάς και του ποταμού σήμερα, λέει το συναξάρι- του αγαπητού Δημήτρη. Το πλεούμενο φως φαίνεται πως αιχμαλωτίστηκε]

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Για το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού ΙΙ


Αν ωραίο ποίημα είναι αυτό που κατοικεί μέσα σου και μετά την ανάγνωση, τότε «Το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού» της ‘Ολγας είναι ένα εξαίρετο ποίημα. Αν ωραία ιστορία είναι η ιστορία που σε ταξιδεύει, τότε «Το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού» είναι μια υπέροχη ιστορία. Διαβάζοντάς την ξανά και ξανά, κάθε φορά με ταξίδευε με τον απλό και αβίαστο τρόπο, που μόνο μια ωραία ιστορία ξέρει να σε ταξιδεύει. Οι στίχοι και οι εικόνες του βιβλίου μ’ έπαιρναν από το γραφείο μου και με πήγαιναν στις όχθες κάποιου ποταμού. Εκεί, καθισμένος σ’ ένα ξύλινο παγκάκι, κάτω από μια ιτιά που χόρευε στον άνεμο, κοιτούσα το ποτάμι που έτρεχε μπροστά μου κι έμπαινα στη θέση της ποιήτριας, γράφοντας την ιστορία της ιτιάς και του ποταμού με λέξεις και με γραμμές. Με απλές σκούρες γραμμές, σαν αυτές του Γιώργου Κόλα, που νομίζεις ότι είναι παντού η ίδια απλή γραμμή, την οποία το χέρι του καλλιτέχνη μεταμορφώνει μαγικά πότε σε κλαδί πότε σε πρόσωπο και πότε σε ποτάμι.  
 
Τα παραμύθια είναι έργα ονειροπόλων, ανθρώπων που κοιτούν τον κόσμο με μια άλλη ματιά και τον βλέπουν όχι όπως είναι, άλλα όπως θα ‘θελαν να είναι. Τα παραμύθια είναι μια στιγμή ελευθερίας, είναι απόδραση από την πραγματικότητα, είναι μαγεία κι αισιοδοξία, συμπυκνωμένη στην καταληκτική φράση «Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Τα παραμύθια όμως είναι πάνω απ’ όλα παραμυθία, είναι παρηγοριά σ’ έναν κόσμο που μοιάζει ολοένα και πιο συμβιβασμένος με το αίσθημα της ήττας του.
 
Τι συνιστά, όμως, παρηγοριά κι ελπίδα στο «παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού»; Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ την Αγάπη. Πώς όμως περιγράφεται και πώς ορίζεται, με ποιες προϋποθέσεις και ποιες προεκτάσεις μας συστήνεται η Αγάπη σ’ αυτό το παραμύθι;
 
Στο «παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού» η Αγάπη γεννιέται από την ανάγκη του Άλλου. Από την ανάγκη του να μιλήσεις, να σ’ ακούσουν και ν’ ακούσεις τον Άλλον. Αυτή η ανάγκη για επικοινωνία, που γεμίζει την ψυχή, κάνει τις ιτιές ν’ αποζητούν τον άνεμο, καθώς
Κάποτε μονάχα
με τον άνεμο μιλούσαν
μονάχα τότε
άκουγες τη λαλιά τους
H έλλειψη του Άλλου και της επικοινωνίας μαζί του κάνει τον ποταμό:
Μονάχο ποτάμι και τρελό
Τρελό μες στη μοναξιά του
Αιώνες σιωπής ρίγησαν στα νερά του
αιώνες σιωπής μέσα του λούφαξαν.
 
Ενώ στο τέλος ο ποταμός παραδέχεται πως δεν μπορεί να είναι ποταμός χωρίς την ιτιά στο πλάι του. Λέει
 
Ποταμός εγώ μα δίχως εσένα απέμεινα στεγνός
           
Η ανάγκη του Άλλου και η μοναξιά γεννούν τη δίψα για ταξίδι. Η Αγάπη στο παραμύθι μας είναι ταξίδι. Ένα ταξίδι στην ψυχή του Άλλου, ένα ταξίδι στην ψυχή του κόσμου. Ένα ταξίδι από κείνα
 
που λένε πως ποτέ δεν τελειώνουν
 
Λέει ο ποταμός στην  ιτιά
 
Κρίμα να κάθεσαι όλη σου τη ζωή ριζωμένη στον ίδιο τόπο
κρίμα να στέκεσαι φυλακισμένη μέσα στα βουνά
 
Κι εκείνη αφήνεται στα λόγια του, που γίνονται παλάμες και νερά και την αγκαλιάζουν. Αφήνεται στην αγάπη, παραδίνεται και θυσιάζεται να ξεριζωθεί για να ζήσει το ταξίδι με τον ποταμό.
Το ταξίδι της Αγάπης όμως δεν είναι ποτέ εύκολο, ποτέ σίγουρο. Ο Θανάσης Κωσταβάρας γράφει σ’ ένα ποίημά του:
 
Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Η αγάπη είναι φόβος.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.

 
Στο παραμύθι μας η ιτιά φοβάται όταν
 
τα χρώματα δεν ήταν κείνα των βουνών
παρά χρώματα που ήδη ξεθωριάσαν
κι ούτε τα γνώριζε πια
 
Όμως, στο ταξίδι της Αγάπης δε χρειάζεται πάντα να φεύγεις, να χάνεις τις ρίζες σου, να ξεντύνεσαι τον εαυτό σου. Η Αγάπη μπορεί να σε ταξιδέψει και μέσα από τα μάτια του Άλλου. Όπως στο τέλος του παραμυθιού, η ιτιά ριζώνει στις όχθες του ποταμού, εκεί που ήταν πάντοτε, αλλά απλώνει τις ρίζες της και στο βυθό, στην ψυχή του ποταμού. Πλέον, δε φεύγει σαν ένα ξερό, σακατεμένο κούτσουρο, αλλά στέκει σα θάλλουσα ιτιά και ταξιδεύει στον Κόσμο μέσα από τα πράσινα νερά του ποταμού. Πλέον για την ιτιά
 
ο κόσμος όλος γινόταν ο βυθός του
 
Όμως, η Αγάπη έχει μια προϋπόθεση, την υπέρβαση του εαυτού και το δόσιμο στον Άλλον. Ακόμη κι αν αυτό απαιτεί τη θυσία του ίδιου μας του εαυτού. Η ιτιά αφέθηκε στο ποτάμι να την ξεριζώσει,
 
και τραβούσε
δίχως δισταγμό
προς τα κει που την οδηγούσε εκείνος
 
Αυτό το δόσιμο είναι άνευ όρων και ορίων. Ακόμη κι αν ο ποταμός είναι σκληρός μαζί της και
 
Τα θολά νερά
γρήγορα στις όχθες του την ξέβρασαν
κι ο ποταμός αίφνης το βλέμμα του απέστρεψε
 
Η ιτιά, όμως, μόλις τον ξαναείδε,
 
τον αγάπησε απ’ την αρχή
γιατί η αγάπη λένε δε χάνεται παρά μονάχα επιστρέφει
 
Αυτό το δόσιμο στον Άλλον δεν περιμένει πάντα ανταπόκριση. Είναι όπως η Αγάπη του σπλαχνικού ανέμου στο παραμύθι,
 
με τη βοή με την αντάρα με το λεπτό του χάδι
με λόγια ή με ψιθύρους με τη γλυκιά σιωπή
αφήνει στις ιτιές πνοή
την αύρα της ζωής
 
Χωρίς να περιμένει κάτι, ο άνεμος χαίρεται με τη χαρά των Άλλων, με την Αγάπη που κοινωνεί όλη την πλάση.

Αυτή όμως η Αγάπη κάποιες φορές είναι πόνος και φόβος. Η ιτιά πονά, όταν την εγκαταλείπουν,
 
Ο κορμός της ρίγησε από μέσα
όπως ριγά η ψυχή όταν πονά πολύ
 
Ο ποταμός πονά και μετανιώνει,
 
ήταν κι εκείνος πονεμένος
σιωπηλός και κάπως θλιμμένος απ’ το χρόνο
 
Αλλά η Αγάπη είναι παράλληλα και το γιατρικό. Η μόνη δύναμη που ακυρώνει τον πόνο, που τινάζει λουλούδια στο χειμώνα, όπως θα ‘λεγε κι ο Ελύτης, που νοηματοδοτεί στέρεα και επαρκώς τη ζωή μας.
 
Η ιτιά στο παραμύθι μας συνέρχεται από την προδοσία του ποταμού με την προσδοκία της Αγάπης
 
γιατί αν τύχει κι αγαπήσεις λένε βαθιά τον πόνο αψηφάς
και η ιτιά αγαπούσε κατά μέσα
 
Κι ο ποταμός κατάλαβε πως
 
σαν αγαπάς είναι για πάντα
……………………………….
και την αγάπησε απ’ την αρχή
γιατί η αγάπη λένε δε χάνεται μονάχα επιστρέφει
 
Κι ο άνεμος κουβαλούσε την ιτιά για μήνες στην αγκάλη του, την κρατούσε σφιχτά, λύγιζε από τον πόνο της, μα δεν κουράστηκε να τη βαστά.
γιατί την αγάπησε και κείνος την ιτιά
με μιαν αγάπη πραγματική
 

Τι είναι λοιπόν η Αγάπη τελικά στο παραμύθι μας; Η Αγάπη είναι ο Άλλος, το ταξίδι στην ψυχή του Άλλου και στην ψυχή του Κόσμου, είναι υπέρβαση του Εγώ, είναι πόνος και ίαση. Μα πάνω απ’ όλα η Αγάπη είναι Ελπίδα, μια ελπίδα που δεν εξαντλείται στο άτομο, αλλά κοινωνεί την πλάση. Η Αγάπη γυρεύει όπως ο άνεμος την ιτιά
 
στην ελπίδα να μας πάει και στο φως
και στη δύσβατη τη χώρα της χαράς
 
Όπως σημειώνει η ποιήτρια στο εσώφυλλο του βιβλίου, το δικό της παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού υπαγορεύθηκε από την ανάγκη της ψυχής και την καταλυτική παρουσία της ελπίδας. Απ’ αυτή την άποψη, το παραμύθι μας, τοποθετημένο σε μια άχρονη πραγματικότητα, μας προσφέρει την παραμυθία της Αγάπης σε μια ζοφερή, σύγχρονη πραγματικότητα, που εναγωνίως ψάχνει για ελπίδα. Μας προσφέρει την παραμυθία της μεταμορφωτικής δύναμης της Αγάπης, που συνταιριάζει τα αταίριαστα, μια ιτιά κι ένα ποταμό, που ξαναγεννά αλλιώτικους τον καθένα μας ξεχωριστά κι όλο τον κόσμο μαζί. Όπως γράφει στο παραμύθι η Όλγα:
 
Όλος ο κόσμος απ’ την αρχή γεννιόταν
κι αυτή μέσα στον κόσμο απ’ την αρχή
 
Και συμπληρώνω, τελειώνοντας, γιατί κι εμείς να μην ξαναγεννηθούμε απ’ την αρχή;

Γιώργος Δελιόπουλος
[φωτογραφίες: Γλύκα Διονυσοπούλου]

Απλώς ένα σκεύος. Ή μια φωνή

 
 
Όλη η εκδήλωση στο αίθριο του μουσείου:
 

Τα ξεχωρίσματα


Για την Ιτιά και τον Ποταμό της

 Αναρωτιέται κανείς πώς γράφεται ένα παραμύθι. Αναρωτιόμουν κι εγώ. Ώσπου ήρθε και με βρήκε. Ένα παραμύθι που σύντομα, πολύ σύντομα έγινε ποίημα. Και πώς αλλιώς; Ο ποιητικός τρόπος, καλός ή κακός, ελάσσων σίγουρα, είναι ο μοναδικός τρόπος που αναγνωρίζω για να γράψω. Ο μοναδικός στον οποίο χωράω. Έτσι όταν συνάντησα την ιτιά και τον ποταμό του λαϊκού παραμυθιού μέσα από μια ξεχασμένη συλλογή στο πατρικό μου σπίτι, της Αυγής Παπακου-Λαγου, θέλησα να το ακούσω, δηλαδή να το ξαναγράψω, στον πιο οικείο μου τρόπο. Κάτι σαν άσκηση γραφής. Αρχικά το κείμενο πηρέ τη μορφή ενός ποιητικού κάπως πεζού, ενώ πολύ γρήγορα προέκυψε αυτό το αφηγηματικό ποίημα, με το ένδυμα όμως του παραμυθιού. Άλλωστε και η ποίηση τι είναι; Παραμυθία είναι, ακόμα και όταν εκτοξεύεται εντός της όλη η θλίψη ή η οδύνη ενός ποιητή, όπως έγραφε κάπου ο Παλαμάς.

Σήμερα είμαστε εδώ για μια ιτιά και τον ποταμό της. Είμαστε εδώ δηλαδή, κατ’ ουσίαν για να τους κατευοδώσουμε. Τούτο πρακτικά σημαίνει για μένα δυο πράγματα. το ένα έχει να κάνει με εκείνη και με κείνον, να κόψω δηλαδή τον ομφάλιο λώρο που με δένει μαζί τους και να τους ξεπροβοδίσω εκεί όπου θα υπάρχουν ελεύθεροι. Το δεύτερο έχει να κάνει με εσάς και με την ανάγκη μου να τους μοιραστώ μαζί σας, ακούγοντας τα λόγια τους να πετάνε σαν τα πουλιά, που έλεγε ο μακρινός μας Όμηρος, σαν να μην είναι δικά μου και εγώ απλώς ένα σκεύος, μέσα από το οποίο διαχύθηκαν στην ύπαρξη. Ίσως όμως το ένα να υπάρχει εντός του άλλου και η μία ανάγκη να συμπλέκεται ή να μην μπορεί δίχως την άλλη.

Πέραν όμως του λαϊκού παραμυθιού -που όσο και αν το έψαξα δεν το βρήκα, πλην της συλλογής που έχω- και στο σημείο ακριβώς που αυτό σταματά και αφήνει μια ιτιά πληγωμένη στις όχθες ενός αγαπημένου, στην καμπή δηλαδή της δοκιμασίας, προκύπτει εν μια νυκτί -είναι τότε, οι ευλογημένες εκείνες βραδιές, που σου χαρίζονται τα ποιήματα το δίχως άλλο, που κάποιος υπαγορεύει και εσύ απλώς ο στενογράφος τους- προκύπτει μια δεύτερη εκδοχή που συνιστά ανάγκη της ψυχής και κάτω από το αδήριτο κράτος της ελπίδας. Ομολογώ πως δίχως να το θέλω η πίστη μου στην «Επανάληψη» του δανού φιλοσόφου Kierkegaard, που δεν έχει να κάνει παρά με την ιώβεια ανάκτηση του χαμένου παραδείσου ή και με το νόστο του ομηρικού Οδυσσέα,  με επηρέασαν τόσο, στο κομμάτι της ελπίδας και της ανεύρεσης χοϊκής παραμυθίας, που με οδήγησαν σε αυτό το άλμα, που συνιστά και απαιτεί η υπέρβαση της αγάπης. Ίσως όμως και όχι.
 

 
Θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς την Κατερίνα και το Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο, που δίχως την ευγενική πρότασή της δε θα ξεκινούσε η πορεία προς τη σημερινή βραδιά. Την κ.Γιάννα Στεργιοπούλου και την Κοβεντάρειο Βιβλιοθήκη για τη ζεστή φιλοξενία σε αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο τόπο, καθώς και τον κ. Γιάννη Χαρσώνη για όλη την επιμέρους βοήθεια. Την κ.Πίστη Κρυσταλλίδου και το οικείο πλέον αίθριο του Μουσείου της πόλης μου για τη ζεστή φιλοξενία, την υποδειγματική συνεργασία και προπάντων την ευγένειά της. Την κ.Βαρβάρα Γκεκα και όλο το προσωπικό του Μουσείου για τη βοήθεια και την προθυμία τους σε ό,τι απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Από καρδιάς ευχαριστώ τους ποιητές που με συντροφεύουν σήμερα με τη ζεστασιά και την αγάπη τους, με τα δώρα που μόλις έλαβα, ως των τριών μάγων, τον ποιητή Γιώργο Δελιόπουλο, έναν μικρό Οδυσσέα της ποίησης, που μεγαλώνει όμως και που οι μαθητές του, διαβάζοντας ποιήματα δικά μας που τους έδωσε -αλήθεια, Γιώργο, πώς το σκέφτηκες τούτο;- υπήρξαν η γέφυρα που έστησε ο ίδιος, προκειμένου να ανταμώσουμε εκ νέου.
 
Την ομιλήτρια Ειρήνη Λαρδουτσου, που με ανάγκασε να πάρω πίσω αυτό που για μένα κατ’ ουσιαν είναι -ποιήτρια δηλαδή- ακριβώς γιατί η ίδια δε νιώθει έτσι, αν και έχει εκτεθεί χάρη στα υπέροχα σονέτα της σε πολύ πιο αξιόλογους από εμάς που δεν έχουν καμιά αμφιβολία για αυτό που η ίδια τώρα αποποιείται, δηλαδή σιωπά. Το σονέτο της «Η ιτιά και ο Σακουλέβας» ήταν το νήμα, ας πούμε, που μας έφερε κοντά. Στην πραγματικότητα το νήμα ήταν ένα οικείο και αγαπημένο πρόσωπο, ο Μίμης Σουλιώτης, δάσκαλός της και δικός μου δάσκαλος, και επόπτης της για τα πάνω από 100 σονέτα της. Μέσα από το θάνατό του έκανε αναπόφευκτο το γεγονός να γειτνιάσουμε τόσο σφοδρά, ώστε να υπάρξει αυτή η έξοδος της ιτιάς σήμερα. Δίχως αυτήν, την Ειρήνη δηλαδή, δε θα το είχα αποφασίσει. Την προηγούμενη φορά -που ήταν η Αλυπία και όχι η Ιτιά- εκείνος στεκόταν δίπλα μου ακριβώς και γιατί νιώθω πώς είναι και σήμερα.

Τον ποιητή των υπέροχων χαϊκού και της λιτής καθαρόαιμης ποίησης, Νίκο Χούλη. Τώρα, πώς είναι δυνατό να ζεις στη Χίο και να γράφεις ποίημα για τον Αλιάκμονα και για μια ιτιά στις όχθες του, μόνο μυστήριο είναι, όχι όμως και ανεξήγητο, όταν μπορείς ακόμα να διασχίζεις την άνυδρη καθημερινότητα μέσω της μεταφυσικής πνοής, όταν υπάρχεις με καρδιά καθαρή ή ως αλαφροΐσκιωτος, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης στο Άνθος του γιαλού.  Έκανε αγάπη και ήρθε από τη Χίο. Πώς να μην του χρωστώ ευγνωμοσύνη.
 
 
Τις αγαπητές μουσικούς, Δώρα και Χριστίνα Τανή, το τσέλο και το φλάουτο -ή μήπως τον ποταμό και την ιτιά;- που συνδράμουν με ανεπιτήδευτη ευγένεια και με μουσικές σιωπές, φράσεις και ανάσες την ανάγνωση.

Το ζωγράφο Γιώργο Κόλα, που ένας πίνακας του σπιτιού μάς γνώρισε, ίσως μόνο και μόνο για να δώσει μορφή σε αυτό το παραμύθι, που το αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή με βαθιά ευαισθησία και ως παλμογράφος κατάφερε να καταγράψει όλες τις πτυχές της ψυχής των δυο ηρώων του. Η μέρα που μου εμπιστεύτηκε τα σχέδιά του και τα φύλαξα στο ερμάρι του σπιτιού μου, η μέρα δηλαδή που έφτασε η ιτιά στο σπίτι μου, ήταν μια στιγμή ευτυχίας για μένα και του την οφείλω. Ο Γιώργος καιρό τώρα, μεταξύ Ιταλίας, Ισπανίας, Ελλάδας, Αλβανίας. "Θα έρθεις;", τον ρωτώ προχτές. "Θα ερχόμουν και με τα πόδια", μου απαντά. Πώς να μη συγκινηθείς;

Τον Χρυσόστομο Χρυσοστομίδη, τον Ιδαλγό δηλαδή, για την εμπιστοσύνη και την προθυμία με την οποία ανταποκρίνεται -ως τώρα δηλαδή- σε κάθε επικείμενο εκδοτικό εγχείρημα. Κυρίως όμως τον ευχαριστώ για την υπομονή του. Ενδέχεται και να αγιάσει γι’ αυτό. Φροντίζω άλλωστε κατά κόρον προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη, φροντίζει και αυτός και με το παραπάνω.

Τη Φωτεινή, πάντα των μετόπισθεν, και για πρώτη φορά σήμερα στην εμπροσθοφυλακή. για την αγάπη της που άντεξε.

Την κυρΑναστασια από τα σηκωμένα χωριά, από την Καρδιά δηλαδή, ξεχωριστά, γιατί κάποτε ζωντανεύουν τα ξεχασμένα όνειρα, όπως μου είπε, και για τούτο ζύμωσε και στόλισε τις κουλούρες του γάμου, γιατί τι είναι η σημερινή μέρα, αν όχι ένα «Μυστήριο».

Εσάς, από καρδιάς, όλους μαζί και έναν-έναν χωριστά, που παραστέκεστε στα «ξεχωρίσματα», που λένε και στην Ήπειρο.

 Όλγα Ντέλλα
17 Ιαν. 13. 12.24 μ.μ

Για το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού Ι

 
 
Λένε πως τα παραμύθια είναι φτιαγμένα για παιδιά. Κι αυτό γιατί με ένα τρόπο φανταστικό και μαγικό οδηγούν στην πραγματικότητα. Γιατί είναι ζυμωμένα με ήρωες που σπάνε τα όρια του δυνατού και του πιθανού, που μάχονται τα πάθη τους, που διασχίζονται από υπέρμετρους αγώνες και που πάντα μα πάντα βρίσκουν το δρόμο προς τη λύτρωση ή την κάθαρση.

Αθάνατο λογοτέχνημα υψηλής ποιότητας το παραμύθι φαίνεται σαν έξοδος κινδύνου για τις ψυχές, τις παιδικές ψυχές, αλλά και τις ενήλικες (και γιατί όχι) που κρατούν ξάγρυπνο μέσα τους το παιδί. Γιατί ποιο το νόημα της ζωής αν ξεχάσουμε το παιδί μέσα μας, αυτό που πάντα θα αναζητά την παραμυθία προκειμένου ν’ αντέξει την πορεία του στο χρόνο, στον τόπο και στο θάνατο;

Όταν η φίλη μου Όλγα μού έκανε την τιμή να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου της, το δέχτηκα με ευχαρίστηση γιατί αγαπώ τα ποιήματα όσο και τα παραμύθια. Ο συνδυασμός τους λοιπόν ήταν συγκινητικός.

Το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού χωρίς να χάνει από το ποιητικό ζητούμενο, έχοντας όλα τα λυρικά του στοιχεία καθαρά, διατηρεί και το δομικό πλαίσιο του παραμυθιού με τις προσωποποιήσεις του, τις ανατροπές, την ένταση, τη δοκιμασία, τη λύτρωση και το ευτυχές, με την έννοια όχι ατυχές, τέλος του.

Κι ενώ η πορεία ξεκινά σε μια ροή αναμενόμενη, έρχεται ένα αιφνίδιο κι απογοητευτικό τέλος, ακριβώς στο κέντρο του παραμυθιού για να ξαναστηθεί το σκηνικό από την αρχή. Σ’ αυτή τη δεύτερη πράξη το παραμύθι συναντά τη φύση του που είναι η παραμυθία.

Γιατί εκεί που φαίνεται πως όλα τελειώνουν, τελικά όλα αρχίζουν. Η ιτιά και το ποτάμι δυο τραγικά φυσικά στοιχεία με την αποτύπωση τους όμως στις ψυχές και στα βιώματα του καθενός μας,έρχονται να δηλώσουν έναν έρωτα ασύμβατο και καταλυτικό. Η σχέση τους τούς ταξιδεύει και μας ταξιδεύει μέσα από τον άκρατο λυρισμό της δημιουργού ποιήτριας, που σκηνοθετεί με λεπτομέρειες πράξεις και συναισθήματα. Με δυνατή σκηνογραφία και λεκτική φωτογραφία, με μουσική υπόκρουση τους ήχους της φύσης,την ορμή του ποταμού, το κλάμα της ιτιάς και φυσικά τον άνεμο, το έργο ξεχωρίζει για την έντονη εικονοπλασία του και την έκκληση συγκινήσεων.

Ποιοι είναι όμως οι πρωταγωνιστές;

Ποιος είναι ο ποταμός;

Ποια η ιτιά;

Ποιος ο άνεμος;

Μια βουτιά στα θολά νερά του ποταμού δείχνει αμέσως την ελεύθερη κι αδέσμευτη φύση του. Ποιος μπορεί να ορίσει εξάλλου ένα ποτάμι, να το δεσμεύσει να το καθηλώσει; ποιος να το σταματήσει; Ο ποταμός ρει και πίσω δεν γυρνά.Κουβαλάει τις μνήμες του και τις ακουμπά στις όχθες. Η μοίρα του είναι να χάνεται στη θάλασσα ή να σβήνει απαλά στη γη με απόφαση δική του. Το που ανήκει ο ποταμός δεν έχει απάντηση. Το παντού είναι μια σκέψη αλλά και πάλι όχι ακριβής. Αυτό το πανίσχυρο στοιχείο του ανεπίστρεπτου, στοιχείο του ποταμού που ο δρόμος του έτσι κι αλλιώς είναι μονόδρομος, είναι κι αυτό που παρασύρει εμάς μέσα στο ποίημα, αλλά και τη μικρή ιτιά.

Που όμως ποια είναι;

Όρθια και κλαίουσα, είναι δεμένη στη μοίρα της ακινησίας της. Αταξίδευτη, λαχταρά το ταξίδι, τη φυγή. Αδύναμη υποτάσσεται στη δύναμη. Και τολμά την απόφαση. Με όλα τα στοιχεία του γητέματος, της υποταγής, του ασυλλόγιστου. Στάδιο πρώτο, εκεί που μια σχέση βαφτίζεται για πρώτη φορά στον έρωτα, χωρίς γνώση αλλά και χωρίς ζύγι, στοιχεία που η έλλειψή τους ακυρώνει τον τόπο, το χρόνο, το εγώ. Αρχέγονες αποφάσεις του αιώνιου θηλυκού κι αιώνιου αρσενικού και του μεταξύ τους έρωτα που ακόμη δε γνώρισε το τίμημα.

Στα ζευγάρια των ερωτευμένων στη λογοτεχνία, συνηθίζεται τα τραγικότερα πρόσωπα να είναι γένους θηλυκού. Το πάθος μπορεί να εξαγοραστεί ακόμη και με τη ζωή της ηρωίδας.

-έλα μαζί μου, θα της πει ο ποταμός κι αυτή θα πάει. Απαρνούμενη την ίδια της τη ζωογόνα φύση, τις ρίζες της, αποφασίζει το ξεριζωμό και το ταξίδι μαζί του. Κι απ’ αυτή της την απόφαση πιάνεται το κουβάρι της τραγικότητας, η ύπαρξη της οποίας θα φτάσει σε τέτοια ύψη, που άλλη λύση δε θα μπορέσει να δοθεί, πέρα από την καταστροφή ή την παραμυθία.

Κι ύστερα έρχεται ο άνεμος. Αυτός που πάντα υπήρχε και τα πάντα εκπλήρωνε. Άλλοτε ως θεϊκή πνοή κι άλλοτε ως ακαθόριστος αλτρουιστής «άλλος»,πνοή όμως πάντα και φύσημα στα σωθικά των ηρώων, θα τους μετουσιώσει από στοιχεία της φύσης, που σε άλλη περίπτωση η ορμή και το πάθος τους θα τους έκανε στοιχειά, σε ψυχές. Με θυσιαστική ουσιαστικά αγάπη σαν από μηχανής Θεός,παρεμβατικός στην καταστροφή και διακριτικός στην ευτυχία, έρχεται να δώσει νόημα στο θάνατο, ακυρώνοντας την οδυνηρή όψη του και μετουσιώνοντας τον σε δύναμη που μεταμορφώνει την ιτιά από κλαίουσα, σε θάλλουσα. Και η δεύτερη πράξη ξεκινά. Ο θάνατος του κούτσουρου και η αναγέννηση της ψυχής. Περνώντας από το40μερο του πένθους κι απ τα 40 κύματα της ψυχής της ή ιτιά με την πνοή του ανέμου επιστρέφει ακριβώς στο σημείο που εδρεύει η ψυχή του βιβλίου. Είναι στο σημείο που η παραμυθία την φέρνει σ’ άλλη επαφή με τον εαυτό της, στην πραγματική γνώση του έρωτα, στη δημιουργική θέση των πραγμάτων. Είναι το σημείο που ο ποταμός είναι ρέων μεν αλλά πλέκεται στις ρίζες της και την ξεδιψά. Είναι το σημείο που εκείνη ριζώνει μέσα του λυτρωτικά όχι πλατιά στην επιφάνεια της κοίτης του για να του αλλάξει τον ρου, αλλά βαθειά για να τον φέρει σ’ επαφή με τον πυρήνα του κόσμου. είναι το μαγικό εκείνο παραμυθικό στοιχείο όπου ό ένας γίνεται γεωγραφία του άλλου, μ’ ένα τρόπο αυτόματο. Που με το μαγικό ραβδί του ανέμου το κούτσουρο επιστρέφει ως δέντρο γνώσης κι ο ποταμός, τελικά, γυρίζει πίσω για να καθρεφτιστεί στα κλαδιά του.

Και τότε αν τα πράγματα ακούγονται τόσο απλά, γιατί ο πόνος, ο ξεριζωμός, η μετάνοια; Μήπως γιατί αυτό είναι το κόστος του παραδείσου, μήπως γιατί η πύλη του είναι ο θάνατος και η πτώση είναι το αρχέγονο αδαμικό χρέος. Η μικρή ιτιά κι ο ποταμός της φυλάκισαν καλά τις απαντήσεις τους στην κρυμμένη κοίτη τους.

Και δίπλα σ’ όλα αυτά ένα ερώτημα κρυφοκοιτάζει: είναι έρωτας αυτό;

Ένα ποίημα όμως δεν είναι εδώ για δώσει απαντήσεις κι έτοιμες σκέψεις, μα για μιλήσει στον καθένα ξεχωριστά τη γλώσσα που αυτός καταλαβαίνει και αισθάνεται. Κάθε ποίημα εξάλλου είναι τόσα ποιήματα όσοι κι αποδέκτες του. Κι αυτή είναι η μαγεία του.

Ένα παραμύθι απ’ τη μεριά του οφείλει να έχει και τα μυστικά του, οφείλει να γίνεται προσωπικό και να κρύβει μέσα του το μαγικό στοιχείο του λυτρωτικού.


Γύρω μας ποτάμια και ιτιές. Μέσα μας ο καθένας ποταμός και ιτιά ο ίδιος, κουβαλάει την δική του ιτιά και ποταμό ως «άλλον», τον ηγαπημένον, όπως λέει κι η συγγραφέας και είναι το όχημά του προς την ενδοχώρα του.

Αλίμονο μόνο αν το ταξίδι δεν είναι παραμύθι, αλίμονο αν μείνουν όλα χωρίς παραμυθία κούτσουρα κι ορμές χωρίς πνοή ανέμου. Αλίμονο αν ο έρωτας μείνει στις ευκολίες του και δεν αναζητήσει το τίμημά του.

Και τότε Ρίζωσε πια στο βυθό του, καταλήγει το παραμύθι για να πει: ζήσαμε εμείς καλά που γνωρίσαμε,μα αυτοί καλύτερα που τόλμησαν και χρίστηκαν την ευλογία του έρωτα.

Ξοδεύτηκε πολύ μελάνι σε κάθε μορφή, για τον έρωτα τα πάθη και το τίμημα του. Μέσα όμως από τους γραπτούς τόνους νομίζω πως τα παραμύθια λείψανε.Κι εσύ Όλγα μου, με το δικό σου παραμύθι, την παραμυθία, που ίσως κάπως όλοι περιμένουμε, αυτή την παραμυθία, σαν την αμυγδαλιά μες το Φλεβάρη, θαρρώ πως απόψε μας την άνθισες. 
 
Ειρήνη Λαρδούτσου 

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Προλογίζοντας τα "ξεχωρίσματα"

 
Προλογιζοντας
 
         Σαν το σιτάρι σπέρνεται
         στον κόσμο η αλήθεια
 κι απ’ τον καθάριο σπόρο της
φυτρώνουν παραμύθια.  
                 
    Γεώργιος Δροσίνης

Αναμφίβολα, γελάμε λιγότερο και παίζουμε λιγότερο και ντυνόμαστε την άβολη ένδυση των 
        μεγάλων, αλλά κάτω από το κοστούμι υπάρχει πάντα το παιδί που είμαστε, που οι ανάγκες του
        είναι απλές, που η καθημερινή ζωή του περιγράφεται ακόμη καλύτερα στα παραμύθια.
                 
Παραβιάζοντας, λοιπόν, το πρωτόκολλο των εθιμοτυπικών προσφωνήσεων και χαιρετισμών σας
       καλωσορίζουμε όλους, έτσι -απλά, σαν παιδιά έτοιμα να ακουμπήσουν την ψυχή στα φτερά
       του παραμυθιού και να κοινωνήσουν την αλήθεια της ζωής μέσα από αυτό.
        Της ζωής που είναι το πιο όμορφο παραμύθι απ’ όλα.
 
 
«Πολύ αργά για τον κόσμο» μας λέει κάπου στο Άκος Ψυχής η Όλγα Ντέλλα. "Είναι πολύ αργά /
        Για να αλλάξουμε τον κόσμο /Αλλά κάποιοι φροντίζουν /Να τον κάνουν /Ολοένα /Χειρότερο".
 
 Αλλά ευτυχώς, Όλγα, δική και αγαπημένη όλων, όλων όσων τη μέθεξη της ποίησης ποθούν
       -καθώς οι ποιητές άπειρα κάνουν την ψυχή τους θρύμματα και αφειδώς ως θεία κοινωνία μοιράζουν-
      ευτυχώς υπάρχουν και εκείνοι, οι άλλοι άνθρωποι που με σαϊτα την αγάπη ξέρουν και υφαίνουν το
       μεγαλείο της ζωής και ποίημα το κάνουν και παραμύθι.
 
      Και όπως λέει πάλι κάπου αλλού «Αν κάποτε ξεμπερδέψουμε με τα λόγια /Θα υπάρχει πάντα /Η ποίηση
      /Να ομορφαίνει /Πρώτα /Τη ζωή μας /Κι ύστερα /Των άλλων». Η ποίηση και το παραμύθι.

Τ    Την Όλγα Ντέλλα, όπως το σπόρο της αθέατης ομορφιάς -από το παραμύθι του ποιητή Αργύρη Χιόνη-
       άνεμος φύσηξε και την έφερε στη γη της Δυτικής Μακεδονίας να κοιλοπονά και να γεννάει εδώ στις
       μικρές μας πόλεις.
Ήρθε και με την τρυφερή δύναμη της αγάπης και με το όνειρο μεταμορφώνει τις
      πέτρες σε λουλούδια.
Την ακολουθούμε στα μονοπάτια της τα αλλιώτικα και μέσα στους ψιθύρους των
      δένδρων – της Ιτιάς – και των ποταμών – του Ποταμού – και των στοιχειών της φύσης κάτι από τη δική
       μας αλήθεια και το όνειρο γυρεύουμε να βρούμε.

Στίχοι έγιναν οι ψίθυροι της Ιτιάς και οι σιωπές της, γεμάτες αγάπη, προσμονή,
      θλίψη, παράπονο, όνειρο, ελπίδα, αγάπη.
Στίχοι ξεπήδησαν και από τα νερά του Ποταμού που πότε
      ήμερα και τρυφερά λόγια αγάπης μουρμουρίζουν και πότε ανταριασμένα και θολά να αποδράσουν από
      την ευθύνη της αγάπης πολεμούν.
       Στίχοι και τρυπώνουν στις ψυχές τις έτοιμες ν’ αγαπήσουν -τις φοβισμένες στην αγάπη να αφεθούν-
       αυτές που διψούν για τη δροσιά του Ποταμού και της Ιτιάς το χάδι.
 
 
 Και οι στίχοι έγιναν εικόνες  από
       το ζωγράφο Γιώργο Κόλλα που με το δικό του, ιδιαίτερο τρόπο αποτύπωσε την ομορφιά της Ιτιάς και
      του Ποταμού και έδωσε μορφή σε όσα αρθρώθηκαν και σε όσα βουβά από την καρδιά ειπώθηκαν.
      Σπόροι έγιναν οι στίχοι και βρήκαν ανοικτά και ακούμπησαν στο οργωμένο της ψυχής χωράφι άλλων
      ποιητών, και  ήρθαν απόψε να μοιραστούν μαζί μας το γλυκόπικρο καρπό και ο καθένας τη γεύση που
      του άφησε να μας ομολογήσει.

      Πρώτος ο Γιώργος Δελιόπουλος  φανερώνει τα αποτυπώματα της Ιτιάς και του ποταμού για να δώσει
      το χέρι στην Ειρήνη Λαρδούτσου και να πει τον τρόπο που  μέσα της κύλησε ο ποταμός και την άγγιξε
       η Ιτιά ενώ στην έξοδο θα την περιμένει ο Νίκος Χούλης τον οποίο το ρεύμα του ποταμού έφερε κοντά
       μας από τη Χίο.
 
 
       Προτού έρθει η ώρα για το ίδιο το παραμύθι - τότε που οι στίχοι συναντούν τις νότες και οι νότες τους
       στίχους χάρη στη Χριστίνα και τη Δώρα Τανή.
 
        Φωτεινή Βουλκίδου